- ὑστερήσῃς
- ὑστερέωto be behindaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑστερήσηις — ὑστερήσῃς , ὑστερέω to be behind aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… … Dictionary of Greek
ηλεκτρομεταλλουργία — Κλάδος της μεταλλουργίας. Ασχολείται με την παραγωγή και τον καθαρισμό των μεταλλευτικών προϊόντων μέσω της χρησιμοποίησης των θερμικών και ηλεκτρολυτικών ιδιοτήτων του ηλεκτρικού ρεύματος. Οι ηλεκτρικές βιομηχανικές μέθοδοι που εφαρμόζονται στην … Dictionary of Greek
σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… … Dictionary of Greek
Βάρμπουργκ, Έμιλ — (Emil Warburg, Αλτόνα 1846 – Γκρεφνάου, Μπαϊρόιτ 1931). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου και διορίστηκε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Στρασβούργου (1872), του Φράιμπουργκ (1876 95) και του Βερολίνου… … Dictionary of Greek
διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… … Dictionary of Greek